Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
[Seite 1123] τό, mit der Pflugschaar zerschnittenes, gepflügtes Land, die Furche, Hesych.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀρότης, βούτμημα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήγω «τέμνω», κατά τα ουδ. σε -ος].