ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
[Seite 1123] τό, mit der Pflugschaar zerschnittenes, gepflügtes Land, die Furche, Hesych.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀρότης, βούτμημα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήγω «τέμνω», κατά τα ουδ. σε -ος].