Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
Full diacritics: τμῆγος | Medium diacritics: τμῆγος | Low diacritics: τμήγος | Capitals: ΤΜΗΓΟΣ |
Transliteration A: tmē̂gos | Transliteration B: tmēgos | Transliteration C: tmigos | Beta Code: tmh=gos |
ἀρότης (quod delendum), βούτμημα, i.e. furrow, Hsch.
[Seite 1123] τό, mit der Pflugschaar zerschnittenes, gepflügtes Land, die Furche, Hesych.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀρότης, βούτμημα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήγω «τέμνω», κατά τα ουδ. σε -ος].