βακχιώτης

From LSJ
Revision as of 05:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

German (Pape)

[Seite 427] ὁ, = βακχευτής, Soph. O. C. 683, vor Herm. βακχειώτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui se livre à des transports bachiques.
Étymologie: Βάκχιος.

Greek Monolingual

βακχιώτης, ο (Α) Βάκχος
ο βακχευτής.

Russian (Dvoretsky)

βακχιώτης: дор. βακχιώτας, ου adj. m Soph. = βακχεῖος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βακχιώτης -ου, ὁ [βάκχος] bacchant.