πυρρόχρους

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. πυρρόχροος.

Greek Monolingual

-ουν, και πυρρόχροος, -η, -ο / πυρρόχροος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πυρρό χρώμα, ξανθοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -χροος / -χρους (< χρώς, χροός), πρβλ. ροδό-χρους].