πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west
[Seite 5] Formen zu ἀγάομαι, s. ἀγαίομαι u. ἄγαμαι.
2ᵉ pl. prés. ind. de ἀγάομαι.
see ἄγαμαι.
v. ἀγαίομαι.