ἐλεόθρεπτος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
German (Pape)
[Seite 795] (eigtl. ἑλ.), sumpfgenährt, in Sümpfen wachsend; σέλινον Il. 2, 776; Nic. Th. 597.
English (Autenrieth)
growing in marshes, Il. 2.776†.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): pero ἑλεόθρεπτος Orio 141.9
criado en los pantanos σέλινος Il.2.776, Nic.Th.597, en explicaciones de gramáticos antiguos sobre su etim., Orio l.c.
Greek Monolingual
ἑλεόθρεπτος, -ον (Α)
αυτός που τρέφεται ή φύεται σε ελώδεις περιοχές («ἑλεόθρεπτον σέλινον»).