θηρόβρωτος

From LSJ
Revision as of 10:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρόβρωτος Medium diacritics: θηρόβρωτος Low diacritics: θηρόβρωτος Capitals: ΘΗΡΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: thēróbrōtos Transliteration B: thērobrōtos Transliteration C: thirovrotos Beta Code: qhro/brwtos

English (LSJ)

ον,= θηρόβοτος, Str.6.1.12 (A v.l. θηριοβρ-).

German (Pape)

[Seite 1210] v. l. für θηριόβρωτος, Strab. VI, 263.

Greek (Liddell-Scott)

θηρόβρωτος: -ον, = θηρόβορος, Στράβ. 263, μετὰ διαφ. γραφ. θηριόβρωτος.

Greek Monolingual

θηρόβρωτος και θηριόβρωτος, -ον (Α)
βλ. θηρόβοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -βρωτος (< βι-βρώ-σκω), πρβλ. ά-βρωτος, πολύ-βρωτος].