θεοφάντωρ
From LSJ
English (LSJ)
ορος, ὁ, A a revealer of God, a priest, Suid. s.v. Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης.
Greek (Liddell-Scott)
θεοφάντωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀποκαλύπτων τὸν θεόν, ἱερεύς, θεολόγος, Σουΐδ. ἐν λ. Διονύσιος· - ὡς ἐπίθ., θεοφάντορες ὕμνοι Ἐπιγρ. ἐν Jac. Ἀνθ. σ. 18.
Greek Monolingual
θεοφάντωρ, ὁ (Μ)
αυτός που αποκαλύπτει τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. εκ-φάντωρ, ουρανο-φάντωρ].