σμηματοθήκη

From LSJ
Revision as of 14:57, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμημᾰτοθήκη Medium diacritics: σμηματοθήκη Low diacritics: σμηματοθήκη Capitals: ΣΜΗΜΑΤΟΘΗΚΗ
Transliteration A: smēmatothḗkē Transliteration B: smēmatothēkē Transliteration C: smimatothiki Beta Code: smhmatoqh/kh

English (LSJ)

ἡ,= σμηματοδοκίς (box of unguents), Id.A s.v. ῥύμμα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, -ήματος + θήκη.