συνῃρημένως

From LSJ
Revision as of 10:59, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνῃρημένως Medium diacritics: συνῃρημένως Low diacritics: συνηρημένως Capitals: ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synēirēménōs Transliteration B: synērēmenōs Transliteration C: synirimenos Beta Code: sunh|rhme/nws

English (LSJ)

Adv., (< συναιρέω) in general, Ammon. Diff. p. 63 V., etc.
by contraction, Hsch. s.v. ἅλιον.

Greek (Liddell-Scott)

συνῃρημένως: Ἐπίρρ. τοῦ συναιρέω, περιληπτικῶς, Φωτ. Βιβλ. 323. 9· καθόλου, γενικῶς, Ἀμμώνιος σ. 63 ἐν τέλει. 2) διὰ συναιρέσεως, κατὰ συναίρεσιν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἅλιον, ἔνθα: «ἅλιον... συνῃρημένως ἀπὸ τοῦ ἀλήϊον».