τραπητής
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (τραπέω) A wine-presser, Hsch. s.v. πατηταί; οἶνος
German (Pape)
[Seite 1135] ὁ, der Weinpresser, Hesych., Erkl. von πατητής.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπητής: -οῦ, ὁ, (τραπέω) ὁ πατῶν σταφυλάς, «πατηταί· οἱ τραπηταὶ» Ἡσύχ.