πατητής

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατητής Medium diacritics: πατητής Low diacritics: πατητής Capitals: ΠΑΤΗΤΗΣ
Transliteration A: patētḗs Transliteration B: patētēs Transliteration C: patitis Beta Code: pathth/s

English (LSJ)

πατητοῦ, ὁ, one who treads grapes, POxy. 1340 (i A.D.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 535] ὁ, der Trauben, Oliven oder andere Früchte Zertretende, Kelternde, Hesych. erkl. τραπηταί.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐν τῷ πατητηρίῳ πατῶν τὰς σταφυλάς, «πατηταὶ οἱ τραπηταὶ» Ἡσύχ., ἴδε τραπητής.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ πατώ
1. αυτός που πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι για να βγει το γλεύκος, ο μούστος
2. αυτός που συσκευάζει με συμπίεση ξηρούς καρπούς, βαμβάκι, άχυρα κ.ά.