ἀνίσχαλος
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
ἄτοκος, ἀνήμελκτος, ἀθήλαστος, EM110.32, cf. Hsch. A s.v. σχαλίσαι (-αδον EM739.43, Suid.).
German (Pape)
[Seite 238] E. M. ἄτοκος, ἀνήμελκτος, ἀθήλαστος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίσχαλος: -ον, «ἀνίσχαλον, ἄτοκον ἢ ἀνήμελκτον, ἢ ἀθήλαστον, Διογένης», Ἐτυμ. Μ. 110, 32.
Spanish (DGE)
ἄτοκος, ἀνήμελκτος, ἀθήλαστος EM 110.32G., cf. Hsch.s.u. σχαλίσαι (pero ἀνίσχαδον· τὴν ἄτοκον καὶ ἀθήλαστον Sud.).