ὁμαλόδερμος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A smooth-skinned, Suid. s.v. λειόφλοιον (λειόφυλλον, -φυτον codd.).
German (Pape)
[Seite 329] mit ebenem, glattem Felle, Suid. s. v. λειόφυλλον.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμᾰλόδερμος: -ον, ὁ ἔχων ὁμαλὸν δέρμα, Σουΐδ, ἐν λ. λειόφλοιος.
Greek Monolingual
ὁμαλόδερμος, -ον (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ομαλό, απαλό, λείο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός + δέρμα].