ζευγελάτης
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,= ζευγηλάτης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1137] Hesych. γηπόνος, = ζευγηλάτης, Treiber eines Gespanns, Xen. An. 6, 1, 8, bes. zum Pflügen.
Greek (Liddell-Scott)
ζευγελάτης: -ου, ὁ, ζευγηλάτης, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ζευγελάτης, ό (AM)
βλ. ζευγηλάτης.