χαρακτηρικός

From LSJ
Revision as of 15:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρακτηρικός Medium diacritics: χαρακτηρικός Low diacritics: χαρακτηρικός Capitals: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: charaktērikós Transliteration B: charaktērikos Transliteration C: charaktirikos Beta Code: xarakthriko/s

English (LSJ)

A = χαρακτηριστικός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1336] zum Kratzen od. Eingraben dienend, D. Hal. öfter; adv., Eustath. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρακτηρικός: διάφ. γραφ. ἀντὶ χαρακτηριστικός, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
χαρακτηριστικός.
επίρρ...
χαρακτηρικῶς Α
με χαρακτηρικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντμ. τ. του χαρακτηριστικός, σχηματισμένος από το ουσ. χαρακτήρ, -ῆρος].