ὑφόωσι
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
Ep. 3pl. of ὑφάω (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑφόωσι: Ἐπικ. γ’ πληθυν. τοῦ ὑφάω, αἱ δ’ ἱστοὺς ὑφόωσι καὶ ἠλακάταν στρωφῶσιν Ὀδ. Η. 105.
French (Bailly abrégé)
v. ὑφάω.
English (Autenrieth)
see ὑφαίνω.
Greek Monotonic
ὑφόωσι: Επικ. αντί ὑφῶσι, γʹ πληθ. του ὑφάω.
Russian (Dvoretsky)
ὑφόωσι: эп. 3 л. pl. praes. к ὑφάω.