λιναγερτουμένη

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐναγερτουμένη Medium diacritics: λιναγερτουμένη Low diacritics: λιναγερτουμένη Capitals: ΛΙΝΑΓΕΡΤΟΥΜΕΝΗ
Transliteration A: linagertouménē Transliteration B: linagertoumenē Transliteration C: linagertoumeni Beta Code: linagertoume/nh

English (LSJ)

(fort. -αγρε-) · ἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῦσα, Hsch.

Greek Monolingual

λιναγερτουμένη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῡσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πιθ. ἀγερτός < ἀγείρω «συλλέγω, μαζεύω»].