ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Full diacritics: λῐναγερτουμένη | Medium diacritics: λιναγερτουμένη | Low diacritics: λιναγερτουμένη | Capitals: ΛΙΝΑΓΕΡΤΟΥΜΕΝΗ |
Transliteration A: linagertouménē | Transliteration B: linagertoumenē | Transliteration C: linagertoumeni | Beta Code: linagertoume/nh |
(fort. -αγρε-) · ἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῦσα, Hsch.
λιναγερτουμένη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῡσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πιθ. ἀγερτός < ἀγείρω «συλλέγω, μαζεύω»].