ραντιστήρι

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

το / ῥαντιστήριον, ΝΜΑ
1. δοχείο με διάτρητο πώμα που χρησιμοποιείται για ραντισμό φυτών, λουλουδιών κ.λπ.
2. εκκλ. α) δοχείο το οποίο χρησιμοποιείται για τον ραντισμό τών πιστών με μύρο ή με αγιασμό
β) δέσμη βασιλικού ή δεντρολίβανου, με την οποία ο ιερέας ραντίζει τους πιστούς ή οικίες και σκεύη, αφού προηγουμένως την εμβαπτίσει σε αγιασμένο νερό, κν. αγιαστούρα
αρχ.
πληθ. τὰ ῥαντιστήρια
τελετές με ραντισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαντίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανισ-τήριον)].