χαλβάνη

From LSJ
Revision as of 19:53, 23 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[hudot ]" to "ḥ")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλβάνη Medium diacritics: χαλβάνη Low diacritics: χαλβάνη Capitals: ΧΑΛΒΑΝΗ
Transliteration A: chalbánē Transliteration B: chalbanē Transliteration C: chalvani Beta Code: xalba/nh

English (LSJ)

[βᾰ], ἡ, A the resinous juice of all-heal, Ferula galbaniflua (v. πάνακες), Thphr.HP9.1.2, 9.7.2, Nic.Th.52, LXX Ex.30.34, Si.24.15, Dsc.3.83, Plu.2.1009f. (Hebr. ḥelbenāh.)

German (Pape)

[Seite 1327] ἡ, galbanum, der harzige Saft einer doldentragenden Pflanze in Syrien, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

χαλβάνη: ἡ, Λατ. galbaˇnum, ὁ ῥητινώδης ὀπὸς ἢ κόμμι φυτοῦ ἐν Συρίᾳ φυόμενον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2., 7. 2, Πλούτ. 2. 1009F, Διοσκ. 3. 97, κλπ. ― (Πιθανῶς τὸ Ἑβρ. chelbenah).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
galbanum, résine d’une plante ombellifère de Crète.
Étym. hébr. chelbenah.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
ρητινώδης οπός, κομμεορητίνη που λαμβάνεται από είδος του φυτού φερούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. helbanā «ρητινώδες φυτό»), ενώ, παράλληλα, τη λ. έχει δανειστεί και η Λατινική (πρβλ. λατ. galbanum)].

Russian (Dvoretsky)

χαλβάνη: ἡ гальбан (ароматическая смола из растения Ferula galbaniflua L ) Plut.

Frisk Etymology German

χαλβάνη: {khalbánē}
Grammar: f.
Meaning: Galbanharz, das aus der Wurzel gewisser orientali’ schen (persischen und syrischen) Doldenpfianzen der Familie Ferula gewonnen wurde, auch Bez. der Pflanze selbst (Thphr. usw.).
Derivative: Davon χαλβανίς, -ίδος und -όεσσα zur Ferulapflanze gehörig (ῥίζα; Nik.).
Etymology : Aus hebr. ḥelbanā ib.; Weiteres bei E. Masson Recherches 60 m. Lit. Lat. LW galbanum (s. W.-Hofmann s.v.).
Page 2,1067