επεξεργάζομαι

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπεξεργάζομαι) μσν.-νεοελλ.
1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή
2. εκπονώ
αρχ.
1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ' ἐπεξεργάσατο... τοιοῡτον, ὅ πᾱσι τοῑς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.)
2. πραγματοποιώ, φέρω σε πέρας
3. ανιχνεύω, εξετάζω
4. φρ. «ὀλωλότ' ἄνδρ' ἐπεξειργάσω» — ξανασκότωσες τον σκοτωμένο, Σοφ.