υστέρημα

From LSJ
Revision as of 18:13, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek Monolingual

το / ὑστέρημα, -ήματος, ΝΜΑ ὑστερῶ
1. έλλειψη, έλλειμμα
2. φρ. «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῡ ὑστερήματος» — από εκείνο που μόλις μού φτάνει, που μόλις επαρκεί για την συντήρησἠ μου
αρχ.
ένδεια, ανάγκη («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῡ, ὅτι οὐκ ἔστιν ὑστέρημα τοῖς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).