εκδίκηση
From LSJ
μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof
Greek Monolingual
και (ε)γδίκηση, η (AM ἐκδίκησις)
1. η ανταπόδοση του κακού από αυτόν που αδικήθηκε ή από συγγενή του
2. βοήθεια, υπεράσπιση («δράμε εις εκδίκησιν της Κωνσταντίνου πόλης», «ὁ Θεός... ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ»)
νεοελλ.
φρ. «παίρνω εκδίκηση» — εκδικούμαι
μσν.
1. ποινή
2. διεκδίκηση
αρχ.
φρ. «ποιοῡμαι, ποιῶ ἐκδίκησιν» — εκδικούμαι.