εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
και εκφοβώ (-έω) (Α ἐκφοβῶ)κάνω κάποιον να φοβηθεί, προξενώ φόβο, τρομάζω, φοβίζω, φοβερίζωαρχ.παθ. ἐκφοβοῡμαιφοβούμαι πολύ, κατατρομάζω.