ελεεινολογώ

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΜ ἐλεεινολογοῡμαι, -έομαι)
νεοελλ.
1. χαρακτηρίζω κάποιον ή μια κατάσταση ως ελεεινά, άξια να προκαλέσουν οίκτο
2. χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι ως ελεεινό, αποκρουστικό
αρχ.-μσν.
διηγούμαι τις συμφορές για να προκαλέσω οίκτο.