ελεεινολογώ
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
(-έω) (ΑΜ ἐλεεινολογοῡμαι, -έομαι)
νεοελλ.
1. χαρακτηρίζω κάποιον ή μια κατάσταση ως ελεεινά, άξια να προκαλέσουν οίκτο
2. χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι ως ελεεινό, αποκρουστικό
αρχ.-μσν.
διηγούμαι τις συμφορές για να προκαλέσω οίκτο.