εφηγούμαι

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

ἐφηγοῡμαι, -έομαι (Α)
1. (με δοτ. προσ.) οδηγώ σε κάποιο τόπο
2. (ειδ. ως αττ. δικανικός όρος) οδηγώ τον δικαστικό άρχοντα στο μέρος όπου κρύβεται κακούργος τον οποίο εγώ δεν τολμώ να συλλάβω («τοῑς ἄρχουσιν ἐφηγοῡ», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἡγοῡμαι].