καταδουλώ
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
Greek Monolingual
καταδουλῶ, -όω (AM, Μ και καταδουλώνω) κατάδουλος
υποδουλώνω, υποτάσσω
μσν.
1. πιάνω κάποιον αιχμάλωτο, σκλαβώνω
2. κρατώ ως σκλάβο
3. συγκρατώ
4. (για ερωτικό πάθος) κάνω κάποιον δικό μου, υποχείριό μου
αρχ.
1. μτφ. υποδουλώνω τον νου
2. καταστρέφω το πνεύμα
3. (και μέσ.) καταδουλοῡμαι, -όομαι
κάνω κάποιον δούλο μου.