πτερώ
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
Greek Monolingual
πτερῶ, -όω, (ΝΜΑ πτερόν
νεοελλ.
φρ. «πτέρωσον»
ναυτ. παράγγελμα προς τους κωπηλάτες να φέρουν τα κουπιά σε οριζόντια θέση ακινησίας
μσν.-αρχ.
1. δίνω φτερά σε κάποιον, κάνω κάποιον φτερωτό (α. «ἔπειτα δ' ὅπως φρονίμως πρὸς ἄνδρ' ὁρῶν πτερώσεις», Αριστοφ
β. «οὐ γὰρ πτεροῦται πρὸ τοσούτου χρόνου», Πλάτ.)
2. εξεγείρω, ξεσηκώνω (α. «λόγοισι τἄρα καὶ πτεροῡνται», Αριστοφ
β. «ἐπαρθῆναι καὶ πτερωθῆναι πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν», Λουκιαν.)
αρχ.
(για πλοίο) υψώνω τα κουπιά έτοιμος να τα βυθίσω στο νερό (α. «αἱ δὲ νῆες... ἐπτερωκοῑαι πρὸς τὴν ἐμβολήν», Πολ.
β. «πίτυλος ἐπτερωμένος», Ευρ.).