επιφαίνω

From LSJ
Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

ἐπιφαίνω (AM) φαίνω
παθ. ἐπιφαίνομαι
εμφανίζομαι απροσδόκητα, προβάλλω, ξεφυτρώνω (α. «χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ.
β. «ὅτι σφι μούνοισι ἔωθε ὁ Περσεὺς ἐπιφαίνεσθαι», Ηρόδ.
γ. «ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῡ», ΚΔ)
μσν.
1. μτφ. φωτίζω
2. αναδεικνύομαι
αρχ.-μσν.
δηλώνω, φανερώνω («καί τινα προστασίαν ἀξιωματικὴν ἐπιφαίνουσα», Πολ.)
αρχ.
1. (με αιτ. και απρμφ.) κάνω φανερό ότι
2. (φαινομενικά αμτθ.) δείχνω φως, φέγγω, φωτίζω («τῆς ἡμέρας ἐπιφαινούσης», Πολ.)
3. παθ. εμφανίζομαι κάπου («ἐπιφαίνεται δ’ ἀμέλει καὶ ταῑς εἰκόσιν ἀθλητική τις ἰδέα», Πλούτ.)
4. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ἐπιφαινόμενα
τα συμπτώματα, τα περιστατικά που επακολουθούν μετά την εμφάνιση της ασθένειας.