επιδεύομαι

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

ἐπιδεύομαι (Α)
1. μού λείπει κάτι, στερούμαι («νῡν δ’ ἤδη τούτων ἐπιδεύομαι», Ομ. Οδ.)
2. χρειάζομαι τη βοήθεια κάποιου («σεῡ ἐπιδευόμενος»)
3. υστερώ, μειονεκτώ («πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεύομαι «στερούμαι, έχω ανάγκη»].