δεις

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

δείς (δεινός), δεν (AM)
κάποιος, ο δείνα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δεν
το σώμα («μὴ μᾱλλον τὸ δὲν εἶναι ἤ τὸ μηδὲν» Δημόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στη γενική δενός σ' ένα δυσνόητο χωρίο του Αλκαίου «καἰ κ' οὔδεν ἐκ δενὸς γένοιτο» όπου ερμηνεύεται ως «τίποτε» ή «κάτι». Ενώ το ουδ. δεν μαρτυρείται στον Δημόκριτο και ερμηνεύεται ως «σώμα», αντιτιθέμενο στο κενόν. Έχει υποτεθεί ότι ο τ. δεις ή δεν αποσπάστηκε από τα ουδείς ή ουδέν, αντίστοιχα].