τετραπλός

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό / τετραπλοῡς, -οῡν, ΝΑ, και λόγ. τ. τετραπλούς, -ούν, Ν, και τετραπλόος, -όη, -ον, Α
αυτός που επαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές, ο τέσσερεις φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος, ο τετραπλάσιος
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από τέσσερα όμοια πράγματα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραπλοῡν
η τετραμοιρία.
επίρρ...
τετραπλῶς Α
τετραπλασίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πλός].