τυρώ

From LSJ
Revision as of 19:02, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

(I)
-έω, Α τυρός
τυρεύω.
(II)
-όω, Α τυρός
1. μετατρέπω σε τυρί («τὸ γάλα τυροῡν», Σχόλ. Θεοκρ.)
2. παρασκευάζω ή αρτύω ένα φαγητό με τυρί («πλακοῡντες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.)
3. μτφ. μηχανεύομαι, τεχνάζομαι («διαφθείρουσι κακῶς τυροῡντες ἅπαντα», Αρχέστρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «τυροῦμαι, ταράττομαι»
5. παθ. τυροῦμαι, -όομαι
πήζω, στερεοποιούμαι όπως το τυρί.