εύληπτος

From LSJ
Revision as of 14:20, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔληπτος, -ον)
1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος
2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ' εὔληπτον εῖναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ.
β. «εύληπτα φάρμακα»)
νεοελλ.
αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο πτηνό»)
αρχ.
1. αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο ευάλωτος («εὔληπτοι νησιῶται», Θουκ.)
2. αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει κάποιος εύκολα («εὔληπτα γοῦν

καὶ οὐ πολλοῡ δεήσει τοῦ πόνου», Λουκιαν.)
3. αυτός που μεταφέρεται εύκολα
4. αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα.
επίρρ...
ευλήπτως (Α εὐλήπτως)
1. με εύκολο τρόπο («τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», Ξεν.)
2. με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ληπτος (< λαμβάνω)].