αργυρός

From LSJ
Revision as of 17:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " , " to ", ")

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀργυροῡς, -ᾱ, -οῦν, A κ. ἀργύρεος, -η, -ον)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιο
νεοελλ.
μτφ.
1. αυτός που μοιάζει στο χρώμα και στη λάμψη με τον άργυρο
2. (για πρόσωπα) προσφιλής, αγαπητός
αρχ.
επάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργυρός < αρχ. αργυρούς < άργυρος (πρβλ. χρυσός < χρυσούς)].