κενεμβατώ

From LSJ
Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90

Greek Monolingual

(Α κενεμβατῶ, -έω)
(για χειρουργικά εργαλεία) εισδύω σε κοιλότητα και κινούμαι στο κενό
αρχ.
1. γλιστρώ, πέφτω πατώντας κατά λάθος στο κενό, σε κοίλωμα ή τρύπα («ἀλλ' ὀλίσθημα ποιεῑ καθάπερ κενεμβατοῦσιν», Πλούτ.)
2. μτφ. α) μιλώ χωρίς να σκέπτομαι, δεν έχω στερεή βάση, αεροβατώ
β) ζω ελεύθερη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενεμβάτης, κατά τα άλλα σύνθ. σε -βατῶ].