υποκόρισμα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
το / ὑποκόρισμα, -ίσματος, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
όνομα που δηλώνει υποκορισμό, χαϊδευτική, θωπευτική ονομασία προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.-μσν.
υποκοριστικός τύπος
μσν.
1. (με κακή σημ.) μίμηση («ὑπόκρισις... τὸ ἀγενὲς τῆς ἀρετῆς ὑποκόρισμα», Ευστ.)
2. ομοιότητα σε μικρό ή ανεπαρκή βαθμό
μσν.-αρχ.
κολακευτική ονομασία για κάτι το κακό, το ευτελές («τοῡτο ἦν ὑποκόρισμα χρεῶν ἀποκοπῆς», Πλούτ.).