ἐπαντλαῖος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ον, A = ἱμαῖος, Hsch. s.h.v. (ἐπανταῖος cod.).
Greek Monolingual
ἐπαντλαῑος και ἐπάντλειος, ο (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἱμαῑος, τὸ ᾆσμα ὅ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταί».