σαρκοφαγώ

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

σαρκοφαγῶ, -έω, ΝΑ σαρκοφάγος
είμαι σαρκοφάγος, τρώγω σάρκες
αρχ.
1. τρώγω τις σάρκες κάποιου («σαρκοφαγοῡσι τὰς ζώων σάρκας», Διόδ.)
2. φρ. «σαρκοφαγῶ μέλη» — κόβω σε κομμάτια, κατακόπτω (Ανθ. Παλ.).