χορδοτόνος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
German (Pape)
[Seite 1365] Darmsaiten spannend, aufspannend, dah. τὸ χορδοτόνον, ein Werkzeug, die Saiten zu spannen, Arist. audib. 51; – χορδότονος, mit Saiten bespannt, λύρα Soph. frg. 232; Poll. 4, 62.
Greek (Liddell-Scott)
χορδοτόνος: -ον, ὁ τείνων, τεντώνων τὰς χορδὰς· χορδοτόνον, τό, κόλλοψ, «στρηφτάρι» πρὸς ἔντασιν χορδῆς, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 51, Πολυδ. Δ΄, 62, Νικομ. Ἁρμ. σ. 13· (ὅθεν πιθανῶς διορθωτέον χορδοτόνα παρ’ Ἀθην. 637D) οὕτω, ἡ ὑπὸ τὰς χορδὰς ὑποκειμένη σανὶς χορδοτόνος ὀνομάζεται Μ. Βρυεννίου Ἁρμονικὰ σελ. 417. ΙΙ. προπαροξ., χορδότονος, ον, παθ., ἐντεταμένος διὰ χορδῶν, ῥηγνὺς χρυσόδετον κέρας, ῥηγνὺς ἁρμονίαν χορδοτόνου λύρας Σοφ. Ἀποσπ. 262 (Πλουτ. Ἠθ. 455D).
Greek Monolingual
-ο / χορδοτόνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που τεντώνει τις χορδές
2. το ουδ. ως ουσ. το χορδοτόνο(ν)
όργανο με το οποίο τεντώνονται οι χορδές τών μουσικών οργάνων, κλειδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -τόνος (< τόνος < τείνω «τεντώνω»), πρβλ. χειρο-τόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στο επίθ. ενεργ. σημ.].