ζυγόδεσμο

From LSJ
Revision as of 12:31, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

το (Α ζυγόδεσμον)
μακρύς σκύτινος ιμάντας με τον οποίο προσδένεται ο ζυγός πάνω στον ρυμό, στο τιμόνι, ζυγοδέτης, κν. ζυγολούρι
αρχ.
λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῦ ῥυμοῡ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ ζυγόδεσμον», Πλούτ.)
2. συν. στον πληθ. τα ζυγόδεσμα («τὰ δὲ συνάπτοντα αὐτό [τὸ ἀκρορρύμιον] τῷ ζυγῷ ζυγόδεσμα καλεῑται», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + δεσμός.