σκύταλον

Revision as of 17:30, 24 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό,= σκυτάλη,
A cudgel, club, Pi.O.9.30, Hdt.3.137, Ar.Ec.76, X.An.7.4.15: also σκύταλος, ὁ, Tz.H.9.130.
II v. σκύτη.

German (Pape)

[Seite 908] τό, = σκυτάλη; – 1) Stock, Stab, Keule; des Heralles, τίναξε, Pind. Gl. 9, 30; Her. 3, 137; Ar. Eccl. 76. 78; Xen. An. 7, 4, 15. – 2) bei den Siciliern der Hals, Schol. Ar. Av. 1283.

Greek (Liddell-Scott)

σκύτᾰλον: [ῠ], τό, = σκυτάλη, ῥόπαλον, «μαγκοῦρα», Πινδ. Ο. 9. 45, Ἡρόδ. 3. 137, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 76, Ξεν. Ἀνάβ. 7.4, 15· - οὕτω σκύταλος, ὁ, Τζέτζ. ΙΙ. ἴδε σκύτη.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bâton à gros bout, massue.
Étymologie: σκυτάλη.

English (Slater)

σκῠτᾰλον
   1 club ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν (O. 9.30)

Greek Monolingual

τὸ, Α
ρόπαλο, σκυτάλη, μαγκούραἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σκυτάλη, κατά τα ουδ.].

Greek Monotonic

σκύτᾱλον: [ῠ], τό = σκυτάλη I, σε Πίνδ., Ηρόδ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκύταλον -ου, τό [~ σκυταλή] knuppel, knots, stok.

Russian (Dvoretsky)

σκύτᾰλον: (ῠ) τό палица, дубина Pind., Her., Xen. etc.

Middle Liddell

σκύ˘τᾰλον, ου, τό, = σκυτάλη I, Pind., Hdt., Xen.]