μαγκούρα

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

η
1. χοντρό ραβδί με γυριστή λαβή, βακτηρία
2. φρ. «έγινε σαν μαγκούρα» — κυρτώθηκε, στράβωσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μακκούρα. Η αρχική σημ. της λ. ήταν «ξύλο τριγωνικό που το τοποθετούσαν στον λαιμό τών ζώων για να μην μπαίνουν σε ξένα κτήματα»].