αναιμία

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀναιμία) ἄναιμος
1. αρχ. έλλειψη αίματος
2. Ιατρ. η ελάττωση του αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων ή της περιεκτικότητάς τους σε αιμοσφαιρίνη ή και των δύο μαζί, καθώς και η νόσος που προκύπτει από την κατάσταση αυτή.