ἐρυγή
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ἡ, A belching, Sch.Ar.Pax528,Aret.SD1.5, Gal.1.629. II bellowing, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1035] ἡ, das Rülpsen, Aufstoßen, Speien, Hippocr.; Schol. Ar. Pax 428 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῠγή: ἡ, ἐρευγμός, Λατ. eructatio, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 529, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. ΙΙ. «φωνή, βοή τις» Ἡσύχ. («ἐρυγεῖν˙ φωνεῖν, φωνῆσαι» Schmidt).
Greek Monolingual
η (AM ἐρυγή) [[[ερεύγομαι]] (I)]
1. βλ. ερευγμός
2. φωνή, βρυχηθμός.