πυρίχη
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, poet. for πυρρίχη, AP12.186 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 823] ἡ, poet. statt πυῤῥίχη, Strat. 28 (XII, 186); vgl. Jacobs A. P. p. 774.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίχη: [ῐ], ἡ, ποιητ. ἀντὶ πυρρίχη, Ἀνθ. Π. 12. 186.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πυρρίχη.
Greek Monotonic
πῠρίχη: [ῐ], ἡ, ποιητ. αντί πυρρίχη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πῠρίχη: (ῐ) ἡ Anth. = πυρρίχη.
Middle Liddell
πῠρί˘χη, ἡ, [poetic for πυρρίχη, Anth.]