οὐρητήρ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, in earlier writers, A = οὐρήθρα, urethra Hp.Aër.9, Coac.463, Arist.HA519b17, Pr. 895b9. II later, in pl., οὐρητῆρες = the ducts which convey the urine from the kidneys into the bladder, Gal.19.363, UP5.5.
German (Pape)
[Seite 418] ῆρος, ὁ, der Pisser, der Uringang; Arist. H. A. 3, 15; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρητήρ: ῆρος, ὁ,· παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφ. = οὐρήθρα, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, πρβλ. 192Η, καὶ οὕτως, ὡς φαίνεται, ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 15, 1. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. συγγραφ. ὡς ἐν τῇ νεωτέρᾳ ἀνατομικῇ, οἱ οὐρητῆρες, εἶναι οἱ δύο ἀγωγοὶ οἱ μεταφέροντες τὰ οὖρα ἐκ τῶν νεφρῶν εἰς τὴν κύστιν, Γαλην. Ὅροι Ἰατρ. τ. 19, σ. 363, ξγ΄, ἔκδ. Κūhn.
Russian (Dvoretsky)
οὐρητήρ: ῆρος ὁ Arst. = οὐρήθρα.