δεδιότως

From LSJ
Revision as of 21:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεδιότως Medium diacritics: δεδιότως Low diacritics: δεδιότως Capitals: ΔΕΔΙΟΤΩΣ
Transliteration A: dediótōs Transliteration B: dediotōs Transliteration C: dediotos Beta Code: dedio/tws

English (LSJ)

Adv. of part. pf. δεδιώς, A in fear, D.C.42.17, Vett.Val. 238.32, prob. in D.H.11.47.<

German (Pape)

[Seite 534] furchtsam, Dion. Hal. 11, 47; D. C. 42, 17.

Greek (Liddell-Scott)

δεδιότως: ἐπίρρ. τῆς μετοχ. τοῦ πρκμ. δεδιώς, ἐμφόβως, μετὰ φόβου,Διον.Ἁλ. 11.47.

Spanish (DGE)

adv. sobre part. perf. act. de δείδω medrosamente βραδέως μὲν καὶ δ. φθέγγεσθαι Vett.Val.229.1, cf. D.H.11.47, D.C.42.17.3.

Greek Monolingual

δεδιότως (Α)
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδιώς του παρακμ. δέδια του δείδω (πρβλ. δεδοικότως)].