εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Full diacritics: λᾱκατάρᾱτος | Medium diacritics: λακατάρατος | Low diacritics: λακατάρατος | Capitals: ΛΑΚΑΤΑΡΑΤΟΣ |
Transliteration A: lakatáratos | Transliteration B: lakataratos | Transliteration C: lakataratos | Beta Code: lakata/ratos |
[ᾰρ], ον, A = κατάρατος with intens. prefix λᾱ-, Phot. (λακκ- cod.).
λᾱκᾰτάρᾱτος: -ον, = κατάρατος μετὰ προθετικοῦ λα-, Φώτ.
λακατάρατος, -ον (Α)
πάρα πολύ μισητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λα- + κατάρατος.