ὁλόλευκος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ον, A all white, τάριχος Antiph.186.3 ; χλαμύς Philetaer.20 ; στρόφιον Plu. Arat.53 ; ὄρνιθες Paus.8.17.3 ; albino, Heph.Astr.1.1.
German (Pape)
[Seite 325] ganz weiß; Antiphan. bei Ath. III, 118 d; Paus. 8, 17, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόλευκος: -ον, κατάλευκος, ὁλόασπρος, «κάτασπρος», τάριχος ἀντακαῖον ἐν μέσῳ πῖον, ὁλόλευκον, θερμὸν Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 3· χλαμὺς Φιλέταιρ. ἐν Ἀδήλ. 2.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁλόλευκος, -ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.).